χρυσένιο

χρυσένιο
το, Ν
χημ. τετρακυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που απαντά στα ανώτερα κλάσματα τής απόσταξης τής λιθανθρακόπισσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chrysene < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ένιο τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”